- ξυλοκαστέλλιον
- ξυλο-καστέλλιον, τό, von castellum abgeleitet, hölzernes Häuschen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ξυλοκαστέλ(λ)ιο(ν) — και ξυλοκαστέλι, το (ΑΜ ξυλοκαστέλλιον) ξύλινο καστέλι, ξύλινο φρούριο νεοελλ. μσν. ξύλινος πύργος τον οποίο τοποθετούσαν κατά τον μεσαίωνα και κυρίως στο Βυζάντιο πάνω στα τείχη φρουρίου ή στα κατάρτια τών δρομώνων, δηλαδή βυζαντινών πολεμικών… … Dictionary of Greek